παρανατέλλω

παρανατέλλω
και ποιητ. τ. παραντέλλω, ΜΑ [ανατέλλω / αντέλλω]
(για αστέρα) ανατέλλω, αναφαίνομαι κοντά σε κάποιον
αρχ.
1. (για οικοδομή) κατασκευάζομαι κοντά σε κάποια άλλη
2. (για την ημέρα) ανατέλλω
3. σηκώνω κάτι ψηλά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρανατολή — ἡ, Α [παρανατέλλω] ταυτόχρονη ανατολή δύο αστέρων …   Dictionary of Greek

  • παραντέλλω — Α (ποιητ. τ.) βλ. παρανατέλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”