- παρανατέλλω
- και ποιητ. τ. παραντέλλω, ΜΑ [ανατέλλω / αντέλλω](για αστέρα) ανατέλλω, αναφαίνομαι κοντά σε κάποιοναρχ.1. (για οικοδομή) κατασκευάζομαι κοντά σε κάποια άλλη2. (για την ημέρα) ανατέλλω3. σηκώνω κάτι ψηλά.
Dictionary of Greek. 2013.